ραδιογράφημα

ραδιογράφημα
το, Ν
1. φωτογραφική εικόνα που παίρνεται με ακτινογραφία
2. τηλεγράφημα με ασύρματο, ραδιοτηλεγράφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. radiogram (< λατ. radius «ακτίνα» + γράφημα < γράφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραδιογράφημα — το, ατος 1. εικόνα που πήραμε με ακτινογραφία. 2. ραδιοτηλεγράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”